Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Υπνοβάτες της βροχής





Κατάλαβα ότι βρέχει, κάπως αργά,
Έριχνα λίγο νερό στο πρόσωπό μου,
Αυτό πριν πέσει στην τρύπα, πριν χαθεί,
Τυλίγεται σαν πετσέτα υγρή που ξεπλένει
Τις έγνοιες και τις φοβίες, τις αμαρτίες
Και όλες τις όποιες τυραννίες σε ¨-ιες¨.
Τι νύχτα κι αυτή.
Ήσουν
Ο
Ήλιος
Που
Ποτέ
Δεν
Είχα,
Πλαισιωμένος από μαύρα μαλλιά
Και κόκκινο κραγιόν σε χείλη μισάνοιχτα,
Μέσα στη σχισμή τους περπατάει
Κουτσή κι η αποψινή η νύχτα.
Έχει για αστέρια δόντια κατάλευκα
Και για αεράκι, ανάσα φράουλα
Σκονισμένη από τα χρόνια που πέρασαν.
Κατάλαβα πως βρέχει αργά -
Σε μια γωνιά του μυαλού παράλληλα
Τρέχουν τα δάκρυά σου στα μάγουλα
Ο
Ήλιος
Φεύγει,
Έρχεται
Ένα
Παγωμένο
Φθινόπωρο.
Η πλατεία αδειάζει και μένω μόνος.
Σκουπίζω το πρόσωπό μου,
Πάλι μια σινδόνη με έκφραση φρίκης
Με κοιτά.
Πετώ το πανί με θυμό πιο πέρα.
Ήσουν
Ένα
Παγωμένο
Φθινόπωρο
Που
Κάποτε
Είχε
Για συντροφιά
Ένας
Υπνοβάτης
Της
Βροχής.

2 σχόλια: