Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Ο Μοντεζούμα και το κόμμα






Η παλάμη μου γίνεται  μια γροθιά που κλείνει μέσα της τη θάλασσα μπροστά μου κι ας υπάρχει μόνο για τα μάτια μου, τι πιο αληθινό από αυτό που σου δείχνει το μυαλό σου, αυτό που λαχταρά η ψυχή σου.

Το φωτιστικό μοιάζει με κεράκι που τρεμοπαίζει, κι ας είναι όλα τα παράθυρα κλειστά και οι κουρτίνες προσεχτικά τραβηγμένες να κρύβουν τα φώτα απέξω, ανέλπιδη προσπάθεια απομόνωσης και ησυχασμού στη μέρα που τελειώνει και σέρνει μαζί της τα νέα βάσανα πάνω στα παλιά.

Ποιος το έλεγε, θυμήσου, κάθε νέα μέρα που φεύγει έρχομαι πιο κοντά στην τρέλα- κάπως έτσι .

Και τώρα καλή μου, που με έμαθες πώς να μην βιάζομαι όταν γράφω, πως προσεχτικά κι επιμελημένα να βάζω το κόμμα αμέσως μετά την λέξη, να αφήνω ένα κενό και μετά να συνεχίζω, τώρα που βάλαμε ακόμα και το γράψιμό μου σε μια τάξη και ασφάλεια, τώρα εγώ δεν έχω τίποτα να γράψω, τίποτα να πω.

 Το τσιγάρο ξαναγυρνάει σιγά σιγά, παίρνει τη θέση του στο χέρι, λέει να ποτέ δεν λες όχι στην πιο λατρευτή σου ερωμένη, που μαζί της, με τα φιλιά της ξεπέρασες όλες σου τις απώλειες, έκανες την επανάστασή σου αλλά να στο τέλος είδες πόσο πολύ ανάγκη με έχεις.

Πώς γίνεται και στους εφιάλτες που βλέπω τελευταία, υπάρχει πάντα μια νοσταλγία ερωτική, η ίδια γυναίκα που αλλάζει πρόσωπα μα το χάραγμα ίδιο : “Nostalgia”.

Πάλι βλακεία έκανα, το έγραψα στα αγγλικά πατώντας λάθος κουμπί, μα για κάποιο λόγο μου αρέσει έτσι γραμμένη η λέξη, και καλή μου όλο και μου ξεφεύγει πάλι το γαμημένο το κόμμα, απομακρύνεται από την προηγούμενη λέξη, θέλει μόνο του, ανεξάρτητο να πλανηθεί μες στο κείμενο από λεξούλες μαύρες.

Κλείνω την παθολογία, παίρνω εκείνο τον τόμο με τους μεγάλους εξερευνητές, εστιάζω πιο πολύ το φωτιστικό πάνω στις ανοιγμένες σελίδες του, πέφτω πάνω στον Κουκ και στη δολοφονία του πάνω σε έναν καυγά με τους ντόπιους. Η γυναίκα από πάνω πάλι κλαίει , ο άντρας της βρίζει και βροντάει την πόρτα, το μωρό ξυπνάει και κλαίει κι αυτό κάνοντας ιδιότυπη συντροφιά στην μητέρα του.

Κάποιος είναι στο σπίτι μου, μα δεν ξέρω ποιος, νιώθω την παρουσία του μέσα στο χώρο, νιώθω να με παρακολουθεί, νιώθω τον αέρα του τον βαρύ – είναι αλήθεια κάποιες φορές το γλυκό σου το σπίτι, η φωλιά σου σε αυτό το παγωμένο Σύμπαν, γίνεται τόσο εχθρικό όσο ο βυθός των Μαριανών, πρέπει να βγεις από αυτό, να αναπνεύσεις, το σπίτι σε διώχνει προσωρινά και ίσως μόνιμα κάποιες φορές.

Η μητέρα να νανουρίζει το παιδί της και σκέφτομαι να έξω από το μπαλκόνι μου είναι αραγμένη μια όμορφη ξύλινη γαλέρα, οι ναύτες είναι στη θέση τους και ο καπετάνιος κοιτάει χαμογελαστός τον αρχαίο χάρτη. Έλα γυναίκα μαζί μου και φέρε και το γιο σου, ο γαλαξίας θα τον θρέψει γνώση και τα κύματα τόλμη. Και μένα η αναζήτηση της αγαπημένης θα μου φέρει πνοή για ζωή. Δεν θα αφήνουμε σημαίες εδώ κι εκεί σε λόφους και παρθένα νησιά, παρά μόνο 2 3 σταγόνες φιλιά και θα συνεχίζουμε.

Σηκώνομαι να βάλω Jack και σκέφτομαι ίσως είναι τελικά αυτό το ποτό που θα κατασταλάξω, ίσως πάλι όχι, μα διάολε είναι τόσο ωραίο τώρα – ίσως δεν είναι η παλιά γυναίκα που ψάχνω, ο παλιός ο έρωτας, μα ένα συγκεκριμένο μοτίβο που με τραβάει, μια συγκεκριμένη κίνηση στον τρόπο που ρίχνει τα μαλλιά της πίσω, στον τρόπο που γελάει, στον τρόπο που με κοιτάζει καυλωμένη και έτοιμη για έρωτα, στον τρόπο που κουλουριάζεται στο στέρνο μου τα πρωινά.

Έξω σα να φυσάει, τα ρούχα απλωμένα δύο βδομάδες τώρα, φαντάζομαι θα κουνιόνται σαν αερικά μες στο σκοτάδι της πόλης. Τελικά το πιο βαθύ σκοτάδι το συναντάς στις πόλεις κι όχι σε κάποια έρημη ακτή ή πλαγιά στην άκρη του κόσμου. Είναι νόμος αυτός κι αν θες αποδείξεις, δεν έχεις παρά να ανοίξεις κανά σοφό βιβλίο.

Σέρνω το χέρι μου στο μπράτσο του καναπέ και η βωβή τηλεόραση λέει τις μεταμεσονύχτιες ειδήσεις του ενός λεπτού – ο γέρος που τίναξε τα μυαλά του στο Σύνταγμα πιάνει 15 δευτερόλεπτα, όχι και τόσο άσχημα παππού για έναν ήρωα.

Και ο Κόρτες σέρνει τον Μοντεζούμα από τα μακριά μαύρα του μαλλιά, ο Αζτέκος βασιλιάς γρυλίζει και μιξοκλαίει, μια μικρή Ινδιάνα ερωμένη παρακαλάει γονατιστή τον Ισπανό – εκείνος της ξεγυμνώνει τα στήθη και τους τραβάει μια χαρακιά. Συνεχίζει να σέρνει τον δύστυχο Μοντεζούμα μέχρι το τέλος του διαδρόμου καθώς πυρσοί φωτίζουν το αιμάτινο διάβα του στη δόξα, εκεί σε μια στροφή όμως ξεπροβάλλω εγώ και καρφώνω στην κοιλιά τον Ισπανό γαμιόλη κονκισταδόρο, αυτός με κοιτάζει έκπληκτος, αφήνει τα μαλλιά του Ινδιάνου, πιάνει με τα δυο του χέρια τον φονικό καρπό μου αλλά πριν προλάβει να τον σφίξει εγώ με μανία σέρνω οριζόντια μες στα σπλάχνα του το μαχαίρι, μέχρι που έντερα να αρχίσουν να ξεμυτίζουν δειλά δειλά από την σχισμή. Κι εκεί τελειώνει ο φόνος του Κόρτες και το ονειροπόλημά μου.

Ναύτες πείτε μου ότι η γαλέρα είναι έτοιμη για αναχώρηση, υψώστε τα πανιά και στρέψτε προς βορρά το πηδάλιο, γιατί εκεί ξαπλώνει μονάχη της – ελπίζω- η αγάπη μου, κοιμάται σε μια πόλη της Γερμανίας, μετανάστης των τραπεζών και των χαρτογιακάδων που ξανα – χαρτογραφούν τον κόσμο μόνοι τους από την αρχή – για πάρτι τους και για τα παιδιά τους, για τα δισέγγονά τους και για τις αυτοκρατορίες τους από μετάξι, σπορ αυτοκίνητα, Ελβετίες, σούσι και χαβιάρι.

 Μα ξέρεις όλα αυτά πριν ήταν νερό και μετέπειτα άμμος ή κάπως έτσι τουλάχιστον, μα θα μου πεις αυτή δεν είναι λογική, ακριβώς αυτή είναι τρέλα γιατί υπερβαίνει τα όρια της λογικής και φτάνει στο αυτονόητο, το οποίο αυτονόητο είναι τρομαχτικό.

Άρα μην κατάλληλο για την ομαλή λειτουργία μυαλού και σώματος – άρα μη λογικό.

Γαμώτο! Δεν υπάρχουν γαλέρες εκεί έξω , ότι ήταν να ανακαλυφθεί έχει ανακαλυφθεί, κι ό,τι ήταν να πωληθεί έχει από καιρό πεθάνει.

Ο Μοντεζούμα δεν σώθηκε, είχε προ πολλού πεθάνει στα χέρια του μάντη που έβλεπε θεούς να έρχονται από εκεί ψηλά, ο Κόρτες δεν δολοφονήθηκε από το χέρι μου, είχε από καιρό πεθάνει όταν ένιωσε το χρυσό σκίρτημα στην καρδιά του και η ψυχή του μετατράπηκε σε ένα λαίμαργο σκυλί με 3 κεφάλια. Κέρβερος του Άδη.

Σηκώνομαι να ρίξω λίγο κρύο νερό στα μούτρα μου, θεέ μου η τηλεόραση λέει  πάλι 7 χρόνια υπομονή, λιτότητα, για να έρθει η Ελλάδα 2020. Δεν έχω πρόβλημα με τη λιτότητα αλλά με την αλλοίωση λέξεων. Εξόντωση ίσως , λιτότητα όχι. Λιτά ζούσαν οι Σπαρτιάτες πριν 2 και κάτι χιλιάδες χρόνια, εξοντωτικά ζούσαν οι δούλοι τους που σέρνανε μαζί τους.Λιτά ζει ο γέροντας στο Άθως- κι όχι όλοι, άλλοι διοικούν τράπεζες και ομίλους από κείνο το περιβόλι της Παναγιάς - εξοντωτικά ζει ο πατέρας που γυρνάει με άδεια χέρια στο σπίτι και αντικρίζει τα παιδιά του.

Ελλάδα 2020 και θυσία  κάποια χρόνια από τη ζωή σας για να νιώσουν ασφάλεια πάλι οι τράπεζες δανειστές, για να ξεϊδρώσουν οι υγροί από το άγχος κώλοι και τα μεταξένια σώβρακά τους και να πουν ναι στην πλασματική μας ευτυχία. Δώσε ένα κόκαλο στον Τζακ !, ήταν καλός σκύλος ο μπαγάσας τόσα χρόνια . Δέκα χρόνια από τη ζωή λες και είναι αιωνιότητα, λες και θυσιάζεσαι για έναν ευγενή σκοπό, λες και υπηρετείς υψηλά ιδανικά.

Το χειρότερο, δεν υπάρχει γαλέρα εκεί έξω να ξεφύγω, να πάω σε μια ακρογιαλιά να ανάψω μια φωτιά και να λέω τραγούδια στη θάλασσα και σε σένα. Παντού είναι πάνω κάτω τα ίδια, νιώθω σαν αγρίμι που το νταντεύουν πούστηδες άνθρωποι, σκάρτοι προφήτες. Πολεμάς ή ψοφάς λύκε.

Η γυναίκα από πάνω σώπασε, το ίδιο και το μωρό, σε λίγα χρόνια θα μπαίνει σαν Νυμφίος στην πόλη και οι πολίτες θα του πετάνε λουλούδια και στεφάνια στο δρόμο του. Τρεις μάγοι πατάνε πάνω στον καναπέ μου και πηδάνε προς το πάνω όροφο πετώντας.



Το ξέρω αγάπη μου, ούτε οι από πάνω υπάρχουν χρόνια τώρα, δεν ξέρω τι με έπιασε απόψε , κάτι σαν νοσταλγία κάτι σαν οργή, το μυαλό μου γίνεται το άρμα της ψυχής και πηγαίνει παντού. Δεν θα σε αφήσω ποτέ , ακόμα κι αν γίνει πάλι θάλασσα ο έρημος τούτος τόπος ή έρημος ή κάπως έτσι τουλάχιστον.

Να είδες, πάλι μου ξέφυγε λάθος το ένα κόμμα.

2 σχόλια:

  1. Ηλια ,μου φανταζεις σαν ναυαγος μεσα στη ζωη σου....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μετά την υπέροχη τούρτα που μου έφερες , είμαι ένας χορτάτος ναυαγός Νάσια!!! :))

    ΑπάντησηΔιαγραφή