
Τα πρωινά αρχίζουν με βήχα
Που προσπαθεί να διώξει
Την δύσπνοια,
Αυτό το βάρος που πνίγει.
Η ομίχλη από κάποια όνειρα
Γίνεται σιγά σιγά πάχνη
Που πέφτει στα σεντόνια
Και στα κορμιά.
Σε λίγα λεπτά η θύμησή τους
Φεύγει,
Η μνήμη τα σκοτώνει.
Μένει μονάχα αυτή η δροσιά τους,
Τρυφερά δάκρυα αυγής.
Δεν νιώθω την ζεστή σου ανάσα
Στο λαιμό μου,
Ούτε το χέρι σου αφημένο
Εκεί κοντά στην καρδιά.
Έχει πάλι κρύο σήμερα.
Άσπρη μέρα έξω.
Θυμίζει το χλωμό πρόσωπό σου.
Σηκώνομαι βρίζοντας.
Η αιωνιότητα των πρωινών
Πέταξε ανάμεσα από
Φωνές γεμάτες οργή…
Ανάμεσα από μισοτελειωμένα τσιγάρα
Και ξεχασμένα μπουκάλια
Στο σαλόνι,
Θεατές σε μια βουβή τηλεόραση
Που μονίμως έπαιζε…
Γυμνός στέκομαι στο παράθυρο.
Η αναπνοή μου φτιάχνει σύννεφα
Στο τζάμι…
…καθώς ο δρόμος κάτω γεμίζει
Δειλά δειλά από ανθρώπους.
Μια γυναίκα απέναντι μοιάζει
Να στάζει την θλίψη της
Πάνω στον καφέ που πίνει.
Ο άντρας σκάει ένα φιλί στο μέτωπο της
Και φεύγει βιαστικός.
Πόσο πόνο θα τον κέρναγε το φιλί αυτό
Για καιρό μετά
Όταν τα πρωινά του θα ήταν άδεια
Όταν η ψυχή του θα στεκόταν γυμνή
Μπροστά σε παράθυρα
Και αναμνήσεις…