
Ο Λάζαρος δεν ήθελε να βγει από τον τάφο του
Μάταια περιμέναμε όλοι την ηρωική έξοδό του
Άδικα τον παρακαλούσαν κλαίγοντας οι γυναίκες του
Τα σκυλιά γάβγιζαν λυσσασμένα προς την σπηλιά
Η μέρα έπαιζε σιγά σιγά κρυφτό με το σκοτάδι
Και οι περίεργοι άρχισαν να αραιώνουν
Ο Λάζαρος δεν έλεγε να βγει από τον τάφο του
Κάπνιζε ένα τσιγάρο και έπινε κρασί στα σκοτεινά
Και όταν έφυγαν όλοι ξάπλωσε να κοιμηθεί πάλι
Τέλος
αυτή την οπτική της εσωτερικής, προσωπικής ανάγνωσης όλων των 'εικόνων' την χαιρετίζω ως καθαρόαιμη ποίηση. Αν την αντέξεις τότε τούτη η οπτική ενηλικιώνεται, πυργώνεται πάνω από την ίδια μας την ύπαρξη, κίνδυνος! Αλλά και αυτό είναι το δικό μας πέλαγος...
ΑπάντησηΔιαγραφή