Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Μεταμόρφωση





Υπήρξε ένα μικρό άνοιγμα στον τοίχο,
πήδηξα μέσα από τη σχισμή κι ακροβάτησα
σε μια στενή προεξοχή.
Λιπόθυμος σχεδόν άφηνα το κενό να με καλεί
με τον τρόπο που εκείνο μόνο ξέρει.
Αυτές είναι οι μέρες μου εδώ και χρόνια.

Αν πέθαινα θα διάλεγα μέσα στις φλόγες,
να νιώσω τον ύστατο κορυφαίο πόνο,
να ζεματάνε οι αναμνήσεις, οι ευχές,
να ζεματάνε οι τύψεις και να φεύγουν
μαζί με μένα σαν μαύρος καπνός.
Μα δεν πέθανα ούτε θα πεθάνω,
γιατί την ύστατη στιγμή θα ονειρευτώ εσένα,
τις στιγμές μας.
Και μες στην φωτιά θα χαμογελάσω
και αμετανόητος
θα μεταμορφωθώ.


Βonobo J.

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Μνημοσκόταδο






Απόψε παράδοξα έφερα τα φτερά,
Τα απόθεσα απαλά μην σε ξυπνήσω
Δίπλα στο προσκεφάλι σου
Ήταν δικά μου κάποτε,
Κι έκανα ταξίδια σε θάλασσες
Σε κόσμους μακρινούς,
Έχω δει περίεργα φεγγάρια,
Έχω φοβηθεί με χίλιους τρόπους,
Έχω ερωτευτεί μόνο με έναν.
Μα αυτό που θέλω να σου πω
Κι ας μην σου μιλάω
- όταν κοιμάσαι χαμογελάς -
Είναι ότι τα φτερά αυτά είναι ευλογία,
Κι όπως και να το κάνεις
Ένα ταξίδι είναι πάντα ένα ταξίδι.

Τραβώ απαλά την πολύχρωμη κουρτίνα,
Ο κόσμος έξω καίγεται, η άχνα της ανάσας μου
Φτιάχνει μια ομίχλη στο τζάμι.
Θα σου χρειαστούν τα φτερά
Γιατί θα σε πάρουν από δω όταν ο καπνός
Σε σφίγγει
Και η μάσκα δεν θα μπορεί να σε φυλάξει.
Θα σου χρειαστούν τα φτερά
Ακόμα κι όταν νιώθεις ευτυχισμένη,
Με τη δουλειά σου, με τον άντρα σου
Με τα παιδιά σου, με τη ζωή σου.

Μα τώρα προέχουν οι φωτιές,
Η πύρινη κόλαση καίει από μέσα προς τα έξω,
Μού είχαν πει κάποτε παλιά σε ένα ταξίδι.
Καταλαβαίνεις λοιπόν τις ενοχές μου
Για αυτό που έγινε, για αυτό που ξεκινήσαμε
Και κατέστρεψε τις ζωές μας, έφερε τον τρόμο
- χαμογελάς στον ύπνο σου -
Χαμογελάω κι εγώ.
Είσαι μια ελπίδα,
Η δικιά μου.

Έφτιαχνα τα φτερά αυτά τα τελευταία χρόνια,
Ήταν βάσανο, όταν επισκευάζεις κάτι
Επισκευάζεις και τις αναμνήσεις του.
Η νοσταλγία φέρνει θλίψη για το χαμένο,
Μα είχα ένα σκοπό, να δοκιμάσω πάλι
Όπως τότε.
Άφηνα το δάχτυλο να κυλήσει μια πορεία
Πάνω στο ναυτικό χάρτη
Και τα φτερά σήκωναν την γαλέρα μέτρα ψηλά
Πετούσαμε στα κύματα,
Γλεντάγαμε και πίναμε,
Ήμασταν νέοι,
Ήμουνα νέος,
Οι καταιγίδες ήταν απλά καταιγίδες
Αέρας βροχή και κύμα, τίποτε άλλο.

Σημάδεψε τα σημεία, τα σύννεφα
Τις πεδιάδες και τα βουνά.
Όλα αυτά θα απλώνονται κάτω σου.
Σημάδεψε τις πόλεις
Τα σοκάκια – σε ένα από αυτά
Αγάπησα τη μάνα σου –
Μόνο σε παρακαλώ κόρη μου
Μην σημαδέψεις τους ανθρώπους.

Αυτό το βράδυ σου παραδίδω τα φτερά,
Ίσως ήθελα να σου πω κι άλλα
Μα δεν έχει νόημα,
Στα πολλά λόγια χάνεται η αλήθεια
Ανακάλυψε μόνη σου τα ταξίδια
Που σε περιμένουν,
Φύγε από αυτό το μέρος
Γερνάνε όλα εδώ
Μας τρώει η ακινησία
Και η λήθη.
Ένα μνημοσκόταδο
Που έλεος δεν έχει.

Είναι όλα νεκρά εδώ
Είμαστε όλοι νεκροί εδώ.
Εσύ είσαι η ελπίδα.
Πέτα ψηλά.


Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012







Oι μέρες μικραίνουν. 



Τα σκυλιά έτρεχαν γαβγίζοντας προς τα μένα, πέρασαν το σταυρό που νοητά σχημάτιζαν τα ανοιχτά σε έκταση χέρια μου και χάθηκαν μες στο δάσος. Άκουγα για ώρες μετά τις κραυγές τους, κυνήγαγαν κάτι αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι. Σιγά σιγά όμως έσβησαν οι ήχοι τους και ηρέμησε η νύχτα. Γύρισα πλευρό και ξύπνησα.
Δεν ήμουν ιδρωμένος, δεν χτύπαγε δυνατά η καρδιά μου. Κοίταξα το ξυπνητήρι, 5 μισή το πρωί, βάρβαρη ώρα. Σηκώθηκα και έκανα γαλλικό. Δεν έστριψα τσιγάρο, τελευταία μου προκαλεί αηδία, δεν ξέρω γιατί.
Στο διάλειμμα της δουλειάς, έλεγα στην Καίτη για το περίεργο όνειρο που είχα το προηγούμενο βράδυ, μου έδωσε να δαγκώσω λίγο από το δικό της τοστ, ωραία μαγιονέζα, σκέφτηκα.
Πού είναι το περίεργο λοιπόν με ρώτησε?
Της είπα ότι δεν ένιωσα φόβο, ούτε καν ελάχιστο.
Ήταν ένα εφιάλτης Καίτη κι ωστόσο ήμουν πολύ ήρεμος.
Τόσο πολύ φοβάσαι τα σκυλιά ε? με ρώτησε
Απάντησα ένα ναι και ήπια λίγη κόκα κόλα. Κοίταξα το ρολόι μου έπρεπε να μπω μέσα πάλι.
Την φίλησα απαλά στο μάγουλο και επέστρεψα στη δουλειά.

Είμαι ένας φοβισμένος αρουραίος, σκέφτηκα, καθώς κοιτούσα τον γκρίζο ουρανό έξω. Λίγα αμάξια περνάνε σήμερα στον δρόμο, δεν είναι μέρα που ανοίγουν τα μαγαζιά απόγευμα. Δεν είναι μέρα που κυλάει η ώρα ευχάριστα και δεν το καταλαβαίνεις. Η ώρα εδώ σέρνεται να πεθάνει και δεν πεθαίνει, σαν μια εφτάψυχη πουτάνα γάτα, κι ακουμπάω το σαγόνι στη δεξιά μου παλάμη και χαζεύω έξω.
Πότε θα φτιάξει την χαλασμένη πινακίδα του ο τύπος απέναντι, όλο αναβοσβήνει έτοιμη να τα φτύσει αλλά τίποτα, μένει εκεί στο μεταίχμιο, στο σχοινί μεταξύ ζωής και θανάτου, αλλά τα άψυχα φωτεινά καλλίγραφα σηματάκια των φαστφουντάδικων δεν έχουν ζωή, ή ψυχή ή νου ή όπως συνηθίζεται να λέγεται αυτό που σε κάνει να πονάς και να γράφεις ποίηση ή να ψιθυρίζεις ποίηση μέσα σου ή να ερωτεύεσαι ποίηση.
Η Καίτη είναι ωραία αλλά της λείπει αυτό, δεν ξέρω πώς να το ονομάσω, δηλαδή είναι σίγουρα καλή για πήδημα κάποιες φορές αλλά μέχρι εκεί, το επόμενο πρωινό θέλω να είμαι μόνος μου στο κρεβάτι. Ούτε ψεύτικες αγκαλιές ούτε ψεύτικα φιλιά αγάπης, τίποτε από αυτά. Να σηκωθώ να κάνω καφέ, να στρίψω τσιγάρο και να μείνω να κοιτάω αποβλακωμένος το πάρκο κάτω από το σπίτι μου, να ανοίξω μετά καμιά στοιχηματική – για Σάββατα και Κυριακές μόνο - να ποντάρω στους έξυπνους άσσους και στα σίγουρα διπλά, να υπολογίσω εκ των προτέρων το πιθανό κέρδος μου και να χαρώ λες και είναι εξασφαλισμένη η νίκη μου. Η τραγωδία του τζογαδόρου είναι η πίστη στην τύχη του. Πριν ακόμα παίξει, πριν ακόμα δοκιμάσει.
Μα έλεγα για την Καίτη και πόσο 3 χρόνια τώρα θέλω να ξυπνάω μόνος μου, 3 χρόνια τώρα είμαι κυνικός απέναντι στον έρωτα και στον ενθουσιασμό, δεν με ενθουσιάζει τίποτα σε μια γκόμενα πια, πέρα από την αναλαμπή κάποιων πηδημάτων, όσο ωραία κι αν είναι, την διώχνω, ή μάλλον φεύγω και απλά την ξεχνώ. Έτσι απλά.
Η Καίτη είναι φίλη μου και πέρα από περιστασιακό σεξ μαζί της, μοιραζόμαστε και άλλες κουβέντες, ανησυχίες. Με καταλαβαίνει και είναι σε αυτό το πλαίσιο ανθρώπων – μιας και μίλαγα για μέρες που δεν πεθαίνουν πάνω – στο πλαίσιο που σε κάνει να σώζεις που και που καμιά μέρα από την σφαγή. Γιατί όσο κι αν επιθυμώ να περάσουν γρήγορα οι βαρετές μέρες της δουλειάς, άλλο τόσο ξέρω ότι το τέλος θα έρθει σαν κραυγή τρόμου εκεί που δεν το περιμένω. Και τότε θα θρηνήσω για την αλλοτινή μου ανυπομονησία, την αλλοτινή μου επιπολαιότητα και αχαριστία.

Είναι ίσως ο φόβος, υπάρχει διάχυτος παντού, στην αρχή είναι στους άλλους, τον παρατηρείς με περιέργεια, ίσως και με μια γλυκιά και τρελή ευχαρίστηση, δεν με αγγίζει λες. Μετά όμως αρχίζει και σε πλησιάζει. Ο φόβος είναι ύπουλος, σε πλησιάζει σιγά σιγά και σε κατακτάει ανεπαίσθητα μια μέρα που θα ξυρίζεσαι αμέριμνος πριν πας στη δουλειά, ένα βράδυ που θα κινείς το χέρι σου για να σβήσεις το φωτάκι στο κομοδίνο, εκείνη τη στιγμή η σκιά του φόβου υψώνεται μπροστά σου επιβλητική και σε καρφώνει με χαμόγελο στα τρομαγμένα μάτια.
Το απόγευμα πίνω μπύρα μέσα στο Blue Salmon με τον παλιόφιλο τον Μήτσο, μιλάμε ήρεμα σαν βαριεστημένα θα λεγα, αλλά μου αρέσει. Μιλάμε για τα πάντα, για πολιτική, για οικονομία, για μπάλα, για τους μαλάκες που κυβερνάνε, για τους μαλάκες που υπακούνε, για τους μαλάκες που παρατηρούνε, μιλάμε για τις γκόμενες, μου λέει για διάφορες, του δίνω συμβουλές, τάχα τις ακούει, η μπύρα είναι ωραία, κόκκινη Murphys, τις κατεβάζω σαν νερό χωρίς να με πιάνουν.
Οι μέρες έχουν μικρύνει πολύ, ήταν ένα γκρίζο απόγευμα όταν μπήκα στο Salmon, είναι ήδη νύχτα όταν βγαίνω 2 ώρες μετά.
Νιώθω ήδη το κρύο να μπαίνει μέσα από το τζιν μπουφάν μου, κάπου παίζει ένα ραδιόφωνο, στρίβω τσιγάρο και βαδίζω προς τη στάση. Περιμένω για λίγο, δεν υπάρχει κόσμος, δεν υπάρχει ψυχή, Νοέμβρης και αυτή η γωνιά της Αθήνας θυμίζει πόλη φάντασμα.  Περιμένω ακόμα λίγο, σφυρίζοντας έναν χαρούμενο στρατιωτικό σκοπό.
Μετά από λίγο, σα να άκουσε αυτό το άτυπο κάλεσμα, να σου έρχεται ο άνθρωπός μου. Κοιτάζει προς το μέρος μου αλλά αμφιβάλλω να με είδε. Η καρδιά ηρεμεί, οι τρελοί της χτύποι κοπάζουν, σημειώνω μες στο μυαλό μου την ώρα και τον τόπο και στρίβω για το σπίτι. Σε λίγες μέρες αν όλα πάνε καλά θα δώσω την αναφορά μου.
Η έρευνα έχει μόλις ξεκινήσει, τίποτα δεν είναι σίγουρο, αλλά υπάρχει μια ελπίδα, κόντρα στον φόβο, κόντρα στον καθημερινό φόβο, η νέα αξιωματικός που ήρθε εμπνέει αυτή την ελπίδα, χαμογελάω, σκέφτομαι, όμορφη γυναίκα. Να το σημειώσω στο μπλοκάκι μου κι αυτό όταν γυρίσω σπίτι.
Τρέμω από το κρύο, περπατώ γρήγορα αλλά πάλι να τρέμω, στιγμιαία μου έρχεται η εικόνα των νεκρών κοριτσιών στο μυαλό μου. Παραπατάω.
Ναι ξέρω πως κι απόψε δεν θα σβήσω το φως στο κομοδίνο.


 ****

H Ελίνα με κοίταξε καθώς τελείωσα το διάβασμα του χειρόγραφου του Γιάννου. Ήταν μες στα μαύρα, είχε πάει στην κηδεία του πριν λίγες ώρες, ωστόσο δεν ήταν καθόλου λυπημένη, το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο εκτός από το κάτω χείλος της που έτρεμε λιγάκι, οργή σκέφτηκα…
- Αυτό ήταν ανάμεσα στα λίγα που ανασύραμε από τα αποκαΐδια, μου είπε
Έδειξα να παραξενεύομαι, αλλά αυτή με πρόλαβε διαβάζοντας τη σκέψη μου.
- Το είχε βάλει μέσα σε ένα τσίγκινο κουτάκι, εκεί φύλαγε μάλλον αυτά που έγραφε. Κάτι σαν ημερολόγιο. Λείπουν ωστόσο πολλά χαρτιά αν υποθέσουμε ότι όντως κράταγε σημειώσεις.
 Την ρώτησα τι είχε να μας πει όταν είχε δηλώσει να μαζευτούμε στο τμήμα, πριν γίνουν αυτά τα περιστατικά με το κορίτσι και τον Γιάννου.
Μου είπε ότι πάνω κάτω κι αυτή ήξερε για τον άντρα που παρακολουθούσε ο αστυφύλακας εδώ και καιρό και πως λεπτομέρειες θα της έλεγε ο ίδιος πριν την συνάντηση της ομάδας.
- Και οι αναφορές? Εδώ λέει ότι έστελνε αναφορές, την ρώτησα επιμένοντας.
- Μέχρι και χτες δεν λέγανε πολλά, μου απάντησε αυτή δείχνοντας εκνευρισμένη με τις συνεχείς ερωτήσεις μου.
Το κατάλαβα, μου έκρυβε κάτι, η Ελίνα κάτι ήξερε, αλλά αποφάσισα να μην δώσω συνέχεια.
- Τι θες να κάνω εγώ;, την ρώτησα.
Έσκυψε στο γραφείο μου πάνω και μου είπε επιτακτικά:
- Θέλω να μιλήσεις στην Καίτη και σε κείνον τον Μήτσο που αναφέρει. Θέλω να μάθεις αν τους είχε πει τίποτα.
- Ποια είναι αυτή η Καίτη; Δουλεύει εδώ; Ρώτησα. Και πράγματι δεν είχα ξαναδεί άλλη γυναίκα στο τμήμα πέρα από την Ελίνα.
Αυτή ανασηκώθηκε και μου χαμογέλασε.
- Σύλλα, φαίνεται ότι δεν είσαι και πολύ παρατηρητικός εδώ μέσα!, μου είπε και έφυγε.
- Εγώ πάω να δω το κορίτσι, εσύ βρες την Καίτη, μου φώναξε έχοντας γυρίσει την πλάτη της.
- Της αρέσει να το κάνει αυτό, είπα στον εαυτό μου ψιθυριστά και σηκώθηκα.
''...η νέα αξιωματικός που ήρθε εμπνέει αυτή την ελπίδα,όμορφη γυναίκα...''
Αν και πρωί, είχα μια λαχτάρα για μια κόκκινη Μurphys’.


Τα κορίτσια της Αφροδίτης  (συνεχίζεται)



Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Όλα έντεκα












Σε θυμίζουν,

Όλα έντεκα, αχαϊκή γη

Στεγνή γη, χλωμή βραδιά,

Το τσιγάρο μες στο δίλημμα,

Κι οι Αργοναύτες να πεθαίνουν

Τυφλωμένοι, στον πέτρινο μόλο.

Ήταν ιδέα μου ή μάλλον αλήθεια,

Ένας γίγαντας πέρα, τράβαγε με λουριά,

Γύρω από τη μέση του,

Ένα κομμάτι γη από την Αιτωλία -

Προς το Μοριά.

Πατούσε μες στη θάλασσα

Και μόρφαζε από τον πόνο,

Και μόρφαζα από τον πόνο

Έως να σαλέψουν λίγο οι Αργοναύτες,

Να πουν οι περαστικοί

Φέρνει σεισμό από τα μέσα,

Και να βαδίσουν πιο γοργά

Την παραλιακή,

Να φυσήξεις τον καπνό σου στο τζάμι,

Να πεις πικρογελώντας

Η γη σου είναι καταραμένη,

Να τινάξεις τη στάχτη στο χαλί

Και να φύγεις.

Όλα έντεκα τότε, όπως κι απόψε,

Οι Αργοναύτες εκεί ακόμα ξεψυχούν,

Ο γίγαντας σέρνει τη γη χιλιοστό χιλιοστό

Χρόνια τώρα.

Θέλει να τους σκεπάσει μάλλον,

Σκέφτομαι

Και σφίγγω τον καρπό μου.